-
1 ἀεί
ἀεί, Adv.A ever, always, Hom., etc.; with other specifications of time,ἐμμενὲς αἰεί Od.21.69
;συνεχὲς αἰ. 9.74
; ἀ. καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀ., ἀ. καὶ καθ' ἡμέραν, ἀ. κατ' ἐνιαυτόν, ἀ. διὰ βίου, etc., Pl.Phd. 75d, etc.;ἀ. πανταχοῦ D.21.197
, cf. Ar.Eq..568; ;ἐνδελεχῶς ἀ. Men.521
; δεῦρ' ἀεί until now, E.Or. 1663, Pl.Lg. 811c; αἰεί κοτε, ποτε from of old, Hdt.1.58, Th.6.82;αἰ. δήποτε 1.13
; cf. εἰσαεί:—with the Art., ὁ ἀ. χρόνος eternity, Hdt.1.54, Pl.Phd. 103e, etc.; οἱ ἀ. ὄντες the immortals, X.Cyr.1.6.46, etc.:—but ὁ αἰ. βασιλεύων the king for the time being, Hdt.2.98;οἱ ἀ. δικάζοντες D. 21.223
; ὁ αἰ. ἐντὸς γιγνόμενος every one as he got inside, Th.4.68;τὸν ἀ. προστυχόντα D.21.131
; τοῖσι τούτων αἰ. ἐκγόνοισι to their descendants for ever, Hdt.1.105, cf. 3.83, etc.; in A.Pr. 937, θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀ., ἀεί is postponed metri gr.—Dialectic forms (cf. Hdn.Gr.1.497, Et.Gud.z):1 [full] αἰεί, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Poet., and Early [dialect] Att. (cf. Marcellin.Vit. Thuc.52); found (beside ἀεί ) in [dialect] Att. Inscrr. to 361 B.C.2 [full] ἀεί [[pron. full] ᾰ three times in Hom., ᾱ?ἀείX [dialect] Att.] normal in [dialect] Att. Inscrr. from 361 B.C.3 [full] αἰέν, Il.1.290, al. ( ἆεν is v.l. in Il. 11.827), Pi.N.6.3, Sophr.90, A.Pr. 428, Ag. 891, S.Aj. 682.5 [dialect] Aeol. [full] αἶι( [full] ν), [full] ἄιν, Hdn.Gr.l.c.; cf.IG 9(2).461 (ἄϊν, Thess.), SIG58 (Milet.), and v. ἀϊπάρθενος, ἀείδασμος.6 [full] αἰέ, Hdn.Gr.l.c.7 [full] ἀέ, Pi.P.9.88, Pisand.11 ([etym.] ᾰἐ); cf. ἀέ-ναος.8 [dialect] Boeot. ἠί, Hdn. Gr.l.c.9 [dialect] Tarent. [full] αἰή, ibid.II τὸ ἀ. eternity,τὸ ἀ. τοῦτο οὐκ αἰώνιόν ἐστιν ἀλλὰ χρονικόν Procl.Inst. 198
. The statement of Harp. that ἀεί = ἕως in [dialect] Att. is based on misinterpretation of such phrases asἐς τόνδε αἰ. τὸν πόλεμον Th.1.18
. (αἰϝεί Epigr.Gr.742
, GDI60.31 (Cypr.), IG9(1).334.4 ([dialect] Locr.), cf. Lat. aevum.) -
2 αεί
-
3 ἀεί
-
4 ἀεί
-
5 ἀεί
ἀεί, αἰεί, αἰέν: always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεί
-
6 αεί
αἰεί, αἰέν, ᾰεί (ἀέ coni. Hermann, P. 9.88)1 always, everaαἰεὶ μενοινῶν O. 1.58
φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεί O. 2.27
ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.61
αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.10
ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί O. 9.56
θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοιαἰεὶ μένεινΔωριεῖς P. 1.64
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (coni. Hermann: αἰεὶ, ἀεὶ codd.; ἅμα Bergk.) P. 9.88 ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (Hermann: αἰεὶ codd.) N. 6.3ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.39
παιδῶν δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί (Tricl.: αἰεὶ codd.) N. 8.22θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.13
ἀεὶ θάλλει Pae. 2.52
b at any time τὸ δ' αἰεὶ παρά-μερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (Byz.: ἀεὶ codd.) N. 6.55c frag. ]τιν ἀεὶ πρ[ Πα. 13a. 19. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται αἰεὶ<—>† (locum cruce notavit Snell.) Θρ. 7. 9. -
7 ἀεί
+ D 0-1-2-4-7=14 JgsA 16,20; Is 42,14; 51,13; Ps 94(95),10; Est 3,13balways, ever JgsA 16,20; everlasting (as adj.) 3 Mc 3,21ὁ ἀεὶ χρόνος eternity 3 Mc 3,29 -
8 ἀειγεννητής
A perpetual producer, epith. of Apollo ([etym.] τῷ τὸν αὐτὸν ἀεὶ γίγνεσθαι καὶ ἀεὶ γεννᾶν), Macr.Sat.1.17.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγεννητής
-
9 ἀειδουλεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειδουλεία
-
10 ἀείζωος
A ever-living, everlasting,πῦρ ἀείζωον Heraclit. 30
, Nic.Al. 174;ἀείζως γενεά S.Fr. 740
; ἀείζων πένθος ib. 741;ἀείζως θεός CIG4598
(Palaest.), BGU 1247 (ii A. D.); οἱ ἀείζωοι the immortals, Call.Iamb.1.265;ἀειζώου ψυχᾶς Melanipp.6
,IG14.2241 ([place name] Italy): metaph.,ἄχθος ἀείζων A.Supp. 988
:—dist. fr. ἀίδιος, Corp.Herm. 8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείζωος
-
11 ἀείροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείροος
-
12 ἀειβλάστησις
A perpetual budding, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειβλάστησις
-
13 ἀειβλαστής
ἀει-βλαστής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειβλαστής
-
14 ἀειβλύων
ἀει-βλύων· ἐπιρρέων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειβλύων
-
15 ἀείβολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείβολος
-
16 ἀειβρυής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειβρυής
-
17 ἀειγενεσία
ἀει-γενεσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγενεσία
-
18 ἀειγενέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγενέτης
-
19 ἀειγενής
ἀει-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγενής
-
20 ἀειγένητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγένητος
См. также в других словарях:
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)